αποξηραινω

αποξηραινω
    ἀποξηραίνω
    ἀπο-ξηραίνω
    осушать

(ῥέεθρον Her.)

; сушить, высушивать

(τὰς ναῦς Thuc.)

; pass. сохнуть, высыхать Her., Plat., Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποξηραινω" в других словарях:

  • αποξηραίνω — αποξηραίνω, αποξήρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποξηραίνω — και αποξεραίνω ανα, άθηκα, ξεραμένος 1. ξεραίνω εντελώς: Αποξέραναν τους βαλτότοπους και τους έκαναν τα καλύτερα χτήματα. 2. μένω κατάπληκτος: Καθώς δεν περίμενε να με δει, μόλις μ αντίκρισε αποξεράθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποξηραίνω — κ. ξεραίνω (AM ἀποξηραίνω) 1. ξεραίνω κάτι εντελώς 2. (για λίμνες, έλη κ.λπ.) αποστραγγίζω μσν. νεοελλ. αφήνω κάτι εντελώς ξερό, χωρίς ζωή αρχ. αφανίζω …   Dictionary of Greek

  • ἀπεξηρασμέναι — ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc pl ἀπεξηρασμένᾱͅ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) ἀπεξηρᾱσμέναι , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc pl ἀπεξηρᾱσμένᾱͅ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεξηρασμένον — ἀποξηραίνω dry up perf part mp masc acc sg ἀποξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc sg ἀπεξηρᾱσμένον , ἀποξηραίνω dry up perf part mp masc acc sg ἀπεξηρᾱσμένον , ἀποξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεξήρανται — ἀποξηραίνω dry up perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἀποξηραίνω dry up perf ind mp 3rd sg ἀπεξήρᾱνται , ἀποξηραίνω dry up perf ind mp 3rd pl (epic ionic) ἀπεξήρᾱνται , ἀποξηραίνω dry up perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεξηραμμένα — ἀποξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεξηραμμένᾱ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεξηραμμένᾱ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποξηραίνῃ — ἀποξηραίνω dry up pres subj mp 2nd sg ἀποξηραίνω dry up pres ind mp 2nd sg ἀποξηραίνω dry up pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεξηραμμέναι — ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem nom/voc pl ἀπεξηραμμένᾱͅ , ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεξηραμμένον — ἀποξηραίνω dry up perf part mp masc acc sg ἀποξηραίνω dry up perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεξηραμμένων — ἀποξηραίνω dry up perf part mp fem gen pl ἀποξηραίνω dry up perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»